Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδών — όνος, ὁ, Α διαφανές ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. σάνδυξ και έχει πιθ. σχηματιστεί κατ επίδραση τής λ. σινδών] … Dictionary of Greek
САНДОН — • Sandon, Σάνδων, см. Hercules, Геркулес, 17 … Реальный словарь классических древностей